- εἰσαγομένων
- εἰσάγωlead inpres part mp fem gen plεἰσάγωlead inpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοζύγιο — το 1. ισορροπία τού ζυγού, το να αχθούν δύο πράγματα στην ίδια στάθμη, στο ίδιο επίπεδο, σε αντιστοιχία, σε ισοσταθμία 2. μτφ. εξίσωση, ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων («το ισοζύγιο τού κρατικού προϋπολογισμού» η ισοσκέλιση τών εσόδων και εξόδων τού … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek
PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… … Hofmann J. Lexicon universale
έλλειμμα — το (AM ἔλλειμμα) αυτό που λείπει από κάτι και το οποίο έπρεπε ή προβλεπόταν να υπάρχει νεοελλ. φρ. 1. «έλλειμμα ταμείου» το ποσό κατά το οποίο τα μετρητά υπολείπονται τού λογιστικού υπολοίπου 2. «έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου» το ποσό κατά το… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… … Dictionary of Greek
μείον — (I) το (ΑM μεῑον, ονος) βλ. μείων. (II) μεῑον, ου, τὸ (Α) το πρόβατο το οποίο προσφερόταν κατά την τρίτη ημέρα τής εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από πατέρα ως θυσία μαζί και δώρο για την εγγραφή τού γιου του στους… … Dictionary of Greek
οψολόγιο — το (Α ὀψολόγιον) [οψολόγος] νεοελλ. κατάλογος εδεσμάτων αρχ. 1. πιθ. δείγμα τροφίμων που εισάγονται 2. τελωνειακή δοκιμή τών εισαγόμενων τροφίμων … Dictionary of Greek
ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… … Dictionary of Greek